- κατάκλισιν
- κατάκλισιςmakingfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατάκλιση — η (AM κατάκλισις) [κατακλίνω] 1. το πλάγιασμα ατόμου ή πράγματος, η τοποθέτηση σε πλαγιαστή θέση 2. η θέση που παίρνει κάποιος για να ξεκουραστεί ή για να κοιμηθεί νεοελλ. ναυτ. το πλάγιασμα τού πλοίου για τον καθαρισμό τών υφάλων ή για επισκευή… … Dictionary of Greek